Η γυναικεία υπογονιμότητα μπορεί να προκύπτει είτε από προβλήματα που εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα της γυναίκας είτε σε συστηματικές παθήσεις. Μια από τις πιο συνηθισμένες αιτίες οφείλεται σε προβλήματα που παρουσιάζονται στις σάλπιγγες αλλά και σε διαταραχές στην ωορρηξία. Η ενδομητρίωση, η οποία περιγράφεται ως η ανάπτυξη ενδομητρικού ιστού εκτός της μήτρας, απασχολεί το 10% με 15% των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία, ενώ η γυναικεία γονιμότητα μειώνεται όσο περνάει η ηλικία. Αυτό ξεκινά μετά τα 30, γίνεται πιο εμφανές μετά τα 35 και φυσικά ακόμα πιο σοβαρό μετά την ηλικία των 40, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν γυναίκες που συλλαμβάνουν φυσιολογικά στα 42 ή και στα 45 ακόμα.
Άλλοι παράγοντες μπορεί να σχετίζονται με ενδοκρινικά νοσήματα, που συνήθως επηρεάζουν την ωορρηξία (και όχι μόνο) και κατ’ επέκταση και τη γονιμότητα (π.χ. διαβήτης, προβλήματα στο θυρεοειδή, παθήσεις στα επινεφρίδια κ.ά.), με προβλήματα του τραχήλου (π.χ. ο τράχηλος και η τραχηλική βλέννα είναι «εχθρικοί» προς τη διέλευση του σπέρματος εξαιτίας ανοσολογικών παραγόντων, τραχηλίτιδων κ.ά.), με προβλήματα του ενδομητρίου (μια υπερπλασία, ένα ινομύωμα, ένας πολύποδας, η ύπαρξη συμφύσεων εξαιτίας για παράδειγμα μίας απόξεσης κ.ά.), με προβλήματα της μήτρας (εξαιτίας μίας συγγενούς ανωμαλίας της μήτρας, που μπορεί να είναι πολύ μικρή ή να είναι δίκερος, διθάλαμος κ.λπ.), τα οποία αντιμετωπίζονται κατά περίπτωση. Υπάρχουν τέλος, ψυχολογικοί παράγοντες, όπως είναι το άγχος, η πίεση της δουλειάς, η κούραση κ.λπ. που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ικανότητα σύλληψης. Παρ` όλα αυτά οι ειδικοί εξηγούν πως πρόκειται συνήθως για παροδικούς παράγοντες.